κλινάρχης

κλινάρχης
κλινάρχης, ὁ (Α)
αυτός που επιστατούσε και έβαζε σε τάξη τα κλινοειδή καθίσματα καθενός από εκείνους που συμμετείχαν στο συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, νομ-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλινάρχης — one who sits in the first place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”